Διαστημικές μπάζες από παντού

Φωτογραφία από mohamed Hassan από το Pixabay

Το Λουξεμβούργο επέβαλε πρόστιμο ύψους 746 εκατομμυρίων ευρώ στην Amazon για παραβίαση του κανονισμού GDPR όσον αφορά στη διαχείριση από την εταιρεία των προσωπικών δεδομένων των πελατών της.

Η Amazon πάλι από την πλευρά της δεν ισχυρίζεται πως δεν το έκανε, απλά διαφωνεί με το ύψος του προστίμου και το θεωρεί υπερβολικό γιατί ενώ σύμφωνα με τον κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης το πρόστιμο μπορεί να φτάσει το 4% των εσόδων του παραβάτη, το ποσό που της επιβλήθηκε αντιστοιχεί -όπως λέει η ίδια- στο 4,2 των εσόδων της για το 2020.

Δεν την πείραξε δηλαδή που την έπιασαν να παραβιάζει τον κανονισμό κάτω από τον οποίο οφείλει να λειτουργεί όπως όλοι, ούτε καν ενδιαφέρεται να ξοδέψει χρόνο για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, τα έξτρα όπως θεωρεί σύμφωνα με τους δικούς της υπολογισμούς 37,5 εκατομμύρια από τα 18.5 δις έσοδα την ενόχλησαν.

Αν έλειπαν αυτά μπορεί να μην το έκαναν και θέμα μιας και -όσο κι αν φαντάζει υπερβολικό- με «έξυπνη» χρήση των παρανόμως χρησιμοποιούμενων δεδομένων, τα άμεσα και έμμεσα έσοδα μιας εταιρείας, πολύ περισσότερο μιας εταιρείας σαν την Amazon, μπορούν να υπερκαλύψουν το ποσό του προστίμου.

Σαν κάτι μεγάλα κλαμπ που δεν έχουν πρόβλημα να στέλνουν τον αυτοφωράκια στο τμήμα και να τρώνε πρόστιμα και σφραγίσματα τριών ημερών για φορολογικές παραβάσεις γιατί αυτά αποτελούν ψιχία των εσόδων από την μέχρι τότε έκνομη δραστηριότητα τους.

Εξάλλου εδώ και πολλά χρόνια, από την άνοδο της Google που διέγνωσε πρώτη τις προοπτικές που ανοίγονται μπροστά της (σε αντίθεση με τη Yahoo που αν και έπαιζε χωρίς αντίπαλο δεν διάβασε σωστά τις εξελίξεις και έμεινε πολύ πίσω) και μετέπειτα του Facebook που πάτησαν πάνω στην άνθιση του διαδικτύου, αυτό που έχει ανεκτίμητη αξία είναι τα δεδομένα που διακινούμε όλοι εμείς μεταξύ μας.
Δεν ξόδεψε για πλάκα η Google όσα χρειάστηκε για να αναπτύξει τους αλγόριθμους και τους χάρτες της ούτε πλήρωσε το Facebook όσα κοστίζουν δεκατέσσερις από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές ομάδες της Ευρώπης για την αγορά μιας εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων.

Αυτό επειδή η σε ψηφιακή μορφή επικοινωνία και η ουσιαστική εκμηδένιση χρόνου και απόστασης δίνει τεράστιες δυνατότητες σε αυτού του είδους το προϊόν (τα δεδομένα) και στους ιδιώτες για εμπορική εκμετάλλευση.

Φαντάζεστε τον Harry Selfridge, το 1909 να έχει λαδώσει τον προϊστάμενο του ταχυδρομείου ώστε να ανοίγει τα γράμματα που αντάλλαζαν οι πελάτισσες του και να βλέπει αν μπορούσε να συγκεντρώσει δεδομένα από σχόλια για τις αγορές τους, από συζητήσεις μόδας κλπ;

Παρεμπιπτόντως, όποιος δεν έχει δει την σειρά που βασίζεται στη ζωή του (την είχε δείξει και η ΕΡΤ) να ψάξει να την δει γιατί είναι εξαιρετική.

(Fun fact: Την έχει το Amazon TV του Τζεφ Μπέζος).

Για μια τέτοιου είδους συγκέντρωση-επεξεργασία δεδομένων θα χρειαζόταν απίστευτη κατανάλωση χρόνου, χρήματος και ανθρωπίνων πόρων, κάτι που διέθετε μόνο ένας κρατικός μηχανισμός.

Έτσι, παρόλο που ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν πραγματικός οραματιστής και ο πρώτος που έκανε τα πολυκαταστήματα κάτι περισσότερο από απρόσωπα καταστήματα με προϊόντα, τα μετέτρεψε σε τόπους συνάντησης με θεματικές βιτρίνες, διαδραστική διαφήμιση, τμήμα καλλυντικών με δοκιμή προϊόντων και όλα όσα έχουν υιοθετήσει από τότε και μέχρι σήμερα όλα όσα ακολούθησαν, δεν είχε τον τρόπο να πάει όλο αυτό ένα επίπεδο πιο πάνω.

Γιατί μπορεί με όλα αυτά που δημιούργησε να μπορούσε να αναλύει την συμπεριφορά των πελατών του εντός του καταστήματος αλλά δεν είχε τρόπο να παρακολουθεί τους πελάτες του εκτός αυτού ώστε να μελετήσει σε βάθος την προσωπικότητα τους ως καταναλωτικά όντα και να προσαρμόσει ακόμη πιο εύκολα και καλύτερα το πολυκατάστημα του για δυνητικούς μελλοντικούς πελάτες.

Πέρα από το γεγονός πως ακόμη κι αν είχε καταφέρει να το κάνει, ένα γράμμα εκείνη την εποχή μπορεί να έκανε πολλούς μήνες να φτάσει στον προορισμό του και στην πορεία να άλλαζαν τα γούστα του παρακολουθούμενου προσώπου ή ακόμη-ακόμη και να πέθαινε.

Προβλήματα που δεν είχε φυσικά ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός που όμως δεν ενδιαφερόταν να ανοίγει αλληλογραφία και να διαβάζει π.χ σχόλια μόδας για τα καπέλα της βασίλισσας (εκτός κι αν πρόδιδαν πολιτικές πεποιθήσεις) ώστε να πουλάει προϊόντα αλλά να παρακολουθεί και να μαθαίνει τα πολιτικά πιστεύω των πολιτών του.
Επίσης δεν τον απασχολούσε και πολύ ακόμη και αν κάποιος πέθαινε αφού με περισσή ευκολία μεταβίβαζε (λες και οι πολιτικές πεποιθήσεις είναι κληρονομικό χαρακτηριστικό) το συμπέρασμα που έβγαζε από το εκάστοτε δεδομένο που συνέλεγε στους συγγενείς και στους απογόνους του ατόμου.

Το πρόβλημα αυτό λοιπόν που είχε ο Σέλφτιτζ και ο κάθε μιμητής του εκείνης της εποχής αλλά και όλοι μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν το έχει ο κάθε Μπέζος της σημερινής.

Για τις εταιρείες του 21ου αιώνα αυτό λύθηκε με την έκρηξη του ίντερνετ γιατί έδωσε τα εργαλεία να παρέχουν με το αζημίωτο τα μέσα στον κόσμο να μοιράζεται και να επικοινωνεί «δωρεάν» σε πραγματικό χρόνο προσφέροντας σε αυτές δεδομένα προς επεξεργασία.

Κάτι που εφόσον υπόκειται σε κανόνες είναι θεμιτό και χρήσιμο εάν και εμείς χρησιμοποιούμε και διαμορφώνουμε το διαδίκτυο και ως σε κάτι παραπάνω από ένα μέσο διασκέδασης.

Αυτούς τους κανόνες είναι που ήρθε να επικαιροποιήσει η GDPR, για όσες εταιρείες δραστηριοποιούνται και στην ΕΕ.

Που επειδή είναι σχεδόν αδύνατο (αν όχι τελείως) ακόμη και για πολίτες με παραπάνω από επιδερμική σχέση με το αντικείμενο να εξετάζουν έστω και σε εντελώς τυπικό βαθμό αν τηρείται, ανέλαβαν οι μηχανισμοι των κρατών να παρακολουθούν τους…παρακολουθητές προς προστασία των παρακολουθουμένων.

Ιδιαίτερα τώρα που τα πολιτικά πιστεύω όσον αφορά την έγνοια που έχει για αυτά ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός και τα κοινοβουλευτικά κόμματα είναι ένα απλό ανέκδοτο όσον αφορά το εξουσιαστικό κομμάτι του εκάστοτε συστήματος αφού αυτά ξεφτιλίζονται με ποικίλους τρόπους όταν ένας πολιτικός σχηματισμός έρχεται την εξουσία.
Όπως συνέβη για παράδειγμα και με το κόμμα που εκπροσωπεί στα λόγια την αριστερά στην Ελλάδα και που ο ρόλος του ήταν να παραμένει στην αντιπολιτευτική πλευρά για να μην καεί για το σύστημα.
Αναγκάστηκε όμως εκ των πραγμάτων να κυβερνήσει, ήταν η πιο τρολ διακυβέρνηση από δημιουργίας του ελληνικού κράτους και πλέον όλοι (εκτός από εκ γενετής νοητικά υστερούντες και Γκρούεζες που ζουν χάρη στα κόμματα) έχουν καταλάβει πως στην εξουσία οι ταμπέλες πάνε περίπατο.

Με αυτό ως δεδομένο όλα τα κράτη έχουν την δυνατότητα να ρίξουν ικανούς πόρους τους στη παρακολούθηση των εταιρειών όχι τόσο από ανιδιοτέλεια για την προστασία των πολιτών τους αλλά γιατί πλέον αυτές είναι οι δυνητικοί «εχθροί» τους.

Αυτό επειδή τα δεδομένα που αποκτούν/διαχειρίζονται και ο έλεγχος που αποκτούν τις κάνει να μοιάζουν σαν κράτη εν κράτει και κανένας κρατικός μηχανισμός δεν θέλει κάτι/κάποιος να αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη από αυτόν. Ακόμη και σε κάτι που φαινομενικά δεν τον ενδιαφέρει.

Επιστρέφοντας λοιπόν στο θέμα του προστίμου για κακή χρήση προσωπικών δεδομένων, η αντίδραση της εταιρείας είναι απλά θέμα τύπων, του στιλ οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.

Πρόστιμο που μπορεί να μπήκε και σε εντελώς θεωρητικό επίπεδο, χωρίς στοιχεία, για να εισπραχθούν για παράδειγμα με πλάγιο τρόπο φορολογικά έσοδα μιας και εταιρείες αυτού του μεγέθους ξέρουν να αποφεύγουν φορολογικές υποχρεώσεις.

Που ακόμη και έτσι η κάθε Amazon δεν μπαίνει στον κόπο να αμφισβητήσει την κατηγορία μιας και πράγματι κάνει «σκοτεινή» χρήση των δεδομένων και ξέρει πως κρατώντας -μια στο τόσο- οικονομικά/ηθικά ικανοποιημένους τους ελεγκτές της μπορεί να συνεχίσει και να κερδίζει πολλά περισσότερα από όσα φαινομενικά χάνει.

Πως το είπε -αυτολεξεί- ο Μπέζος όταν πήγε τη διαστημική του βόλτα; «And then I also I wanna thank every Amazon employee and every Amazon customer cause you guys paid for all this».

Σχολιάστε